Friday, November 30, 2012

Θέλοντας να ταξιδέψω (μέρος Α) -Apaul


  Κάποτε, σε ένα μικρό χωριουδάκι δίπλα στη θάλασσα, ζούσε ένα αγόρι.
Στο αγόρι άρεσε να ταξιδεύει. Οι γονείς του όμως δεν ήταν εύποροι, και έτσι το αγόρι δεν έβγαινε συχνά από το χωριό. Επειδή όμως η καρδιά του λαχταρούσε τον ανοιχτό κόσμο, δεν σταματούσε ποτέ να ονειρεύεται πως μια ημέρα θα έφευγε για κάποιο μακρινό τόπο.
Αν και το αγόρι δεν είχε εμπειρία από εξωτικά μέρη, του άρεσε να ταξιδεύει με το μυαλό. Όποτε έβρισκε ευκαιρία το έσκαγε από το σχολείο και πήγαινε και καθόταν στη προβλήτα του λιμανιού, και παρατηρώντας τα καράβια να έρχονται και να φεύγουν, έφτιαχνε με τη φαντασία χώρες γεμάτες περίεργα ζώα και παράξενους ανθρώπους. Έκοβε βόλτες σε δρόμους με φανταχτερά σπίτια, κρυφάκουγε τις συζητήσεις στα καφενεία, καυγάδιζε με τα άλλα αγόρια και εντυπωσίαζε όμορφες κοπέλες...
Κάποιες μέρες η θάλασσα ήταν πολύ άγρια για να ταξιδέψουν καράβια, οπότε το αγόρι καθόταν μόνο του στη προβλήτα. Εκείνες τις ημέρες το αγόρι δεν ονειρευόταν πως ταξίδευε σε άλλες χώρες. Εκείνες τις ημέρες σκεφτόταν το μέλλον του στο μικρό χωριό. Παρ’ όλο που το νεαρό της ηλικίας του δεν τον άφηνε να το παραδεχτεί, κατά βάθος το αγόρι αγαπούσε το τόπο του. Και υπό τη προστασία του μικρού φάρου, κρυμμένος από τα κύματα, κατέστρωνε το μεγάλο του σχέδιο για να σηκώσει το χωριό από τη λάσπη και να φέρει χαμόγελα στα πρόσωπα των κατοίκων του. Δεν ήξερε πως θα το κατάφερνε, μιας και κάθε σχέδιο που σκεφτόταν κατέληγε σε κάποιο αδιέξοδο στο οποίο δεν έβρισκε λύση. Αλλά δεν τον ένοιαζε, κάποια μέρα θα τα άλλαζε όλα.
Ήταν μια από αυτές τις ημέρες. Το αγόρι δεν είχε ζήσει πολλούς χειμώνες, όμως αισθανόταν πως κάτι στον άνεμο ήταν διαφορετικό. Δεν ήταν πιο δυνατός, ούτε πιο κρύος από τη μέση καταιγίδα. Αλλά εκείνη τη μέρα ο άνεμος φυσούσε πεισματικά, σαν να ήθελε να ρίξει όλα τα σπίτια στα κύματα. Παρ’ όλα αυτά το αγόρι πήγε στο συνηθισμένο του μέρος στην άκρη της προβλήτας, κάθισε σταυροπόδι και αμέσως χάθηκε στις σκέψεις του.
Τόσο απορροφημένος ήταν, που ολόκληρη η μέρα πέρασε σε λίγες στιγμές. Όταν επιτέλους επανήλθε, είχε ήδη σκοτεινιάσει. Ο άνεμος φυσούσε ακόμη το ίδιο πεισματικά, και όλα του τα μέλη είχαν παγώσει μέχρι το κόκαλο. Το αγόρι τέντωσε αργά τα χέρια του, έτριψε το πιασμένο του αυχένα και σηκώθηκε.
Καθώς όμως γύρισε να φύγει, κάτι στην άκρη του ματιού του του τράβηξε τη προσοχή. Λίγα μόνο μέτρα από τη προβλήτα, μια μικρή χάρτινη βάρκα ανεβοκατέβαινε τα κύματα. Το αγόρι παραξενεύτηκε, γιατί η βαρκούλα δεν φαινόταν να επηρεάζεται από το δυνατό άνεμο ή τη θάλασσα που μετακινούνταν σπασμωδικά από κάτω της.
Μαγεμένο, τι αγόρι πήγε και κάθισε στην άκρη της πέτρινης προβλήτας. Η βαρκούλα σιγά σιγά πλησίαζε προς το μέρος του, ώσπου ακούμπησε ανάμεσα σε δύο πέτρες. Ξαπλώνοντας μπρούμυτα το αγόρι μπόρεσε και την έφτασε. Τη στιγμή που την άγγιξε όμως ένιωσε τα δάχτυλά του να καίγονται, και τραβήχτηκε γρήγορα. Σαστισμένο έβαλε το χέρι στο στόμα του. Αμέσως όμως συνειδητοποίησε πως ο πόνος είχε φύγει όσο ξαφνικά όσο ήρθε.
Διστακτικά το αγόρι άπλωσε πάλι το χέρι του. Αυτή τη φορά όταν άγγιξε τη βαρκούλα δεν κάηκε, αλλά μια περίεργη ζεστασιά απλώθηκε από τα δάχτυλα σε όλο του το σώμα.
Προσέχοντας να μην τσαλακωθεί, το αγόρι σήκωσε τη χάρτινη βαρκούλα από το νερό, την έβαλε στη τσέπη του, και έτρεξε στο σπίτι.

No comments:

Post a Comment

Αξιολογήστε μας, σχολιάστε μας, ή απλά γράφτε μας κάτι