O γέρος και η γριά γυναίκα του είχαν κατέβει στο λιμάνι της μικρής πόλης. Περπατούσαν σιγά- σιγά κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου όπως έκαναν άλλωστε από παιδιά, η μόνη αλλαγή ήταν στο βάδισμά τους που ήταν πια σκυφτό. Ήταν ένα δώρο του χρόνου μαζί με όσα άλλα τους είχε χαρίσει. Κάθισαν στο παγκάκι τους. Σε αυτό το παγκάκι είχαν γνωριστεί πολλά χρόνια πριν, όταν ήταν και οι δύο μικροί. Γελούσαν
κάθε φορά που θυμούνταν την πρώτη συνάντηση.
Και οι δύο έμοιαζαν παράταιροι με τα υπόλοιπα παιδιά. Εκείνη με τα κόκκινα μαλλιά της τα οποία θεωρούσαν γρουσούζικα και εκείνος με τα ξανθά μαλλιά και τα ξεπλυμένα γαλάζια μάτια του. Ό,τι οι μεγάλοι έβρισκαν γλυκό φαινόταν περίεργο στα μάτια των παιδιών. Έτσι ήταν πάντα μόνοι στα παιχνίδια τους, ώσπου τελικά βρήκαν ο ένας τον άλλων. Την είχε ρωτήσει γιατί το λαγουδάκι της δεν είχε δόντια. Όποια ιστορία και είχε διαβάσει για λαγούς αυτοί είχαν δύο μεγάλα λευκά δόντια. Εκείνη δεν ήξερε να του απαντήσει. Δεν ήξερε καμία ιστορία για λαγούς. Για αυτό της είπε όλες όσες ήξερε. Το βράδυ που γύρισε σπίτι ζήτησε από την γιαγιά της να ράψει στο μικρό κίτρινο λαγό τα δυο μεγάλα δόντια που του άρμοζαν. Την επόμενη μέρα ήταν η δικής της σειρά να του πει ιστορίες. Πόσα πράγματα είχε ακούσει αυτό το μικρό παγκάκι. Εκεί γελούσαν, έπαιζαν, κτύπαγαν, ονειρεύονταν, ερωτεύτηκαν, έδωσαν το πρώτο τους φιλί. Εκεί της έκανε πρόταση γάμου, εκεί του είχε πει πως ήταν έγκυος στα δίδυμα παιδιά τους.
Ένα αγόρι, ένα κορίτσι. Το αγόρι είχε τα φωτεινά σαν κεχριμπάρι μάτια της και τα ξανθά μαλλιά του. Το κορίτσι τα σγουρά κόκκινα μαλλιά της καθώς και τις φακίδες και τα γαλανά του μάτια. Τα καλοκαίρια κάθονταν στο μικρό παγκάκι την ώρα που τα μικρά τους έπαιζαν στο μόλο. Και εκείνοι τα έβλεπαν να γελάνε, να μαλώνουν, να μονιάζουν, να κάνουν φίλους. Τώρα πια είχαν μεγαλώσει, είχαν πάρει το δρόμο τους. Δεν ήταν μήτε κοντά, μήτε μακριά τους. Τώρα πια είχαν τα ίδια κάνει τα ταξίδια τους ανακαλύψει τις ηδονές και τους πόνους αυτού του κόσμου. Οι παντογνώστες υπέρ-ήρωες, μπαμπάς και μαμά είχαν γίνει παππούς και γιαγιά. Καλοκάγαθοι, αγαπητοί ίσως λίγο γραφικοί.
Ο,τι και να γινόταν είχαν ο ένας τον άλλον. Ο κόσμος έμοιαζε να τους ξεπερνά αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι έζησαν και γέρασαν μαζί. Δεν άντεχαν την ιδέα να χωρίσουν. Ποιος θα τους φανταζόταν χωριστά άραγε; Εκείνη την ημέρα είπαν όλες τους τις ιστορίες. Όταν άρχισε να σουρουπώνει γύρισαν σπίτι τους, κάθισαν στην μεγάλη πολυθρόνα τους και με τον μικρό λαγό στην αγκαλιά τους κοιμήθηκαν. Το κορίτσι και το αγόρι τους βρήκαν εκεί την επόμενη μέρα. Δεν προσπάθησαν να τους ξυπνήσουν, καταλάβαιναν. Ήξεραν από μικροί πως οι γονείς τους είχαν αποφασίσει ότι δεν θα άφηναν κανέναν να τους χωρίσει.
No comments:
Post a Comment
Αξιολογήστε μας, σχολιάστε μας, ή απλά γράφτε μας κάτι